-
1 καθηγητής
[катигитис] ουσ. а. преподаватель, профессор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθηγητής
-
2 педагог
педагог м о παιδαγωγός, ο δάσκαλος· ο καθηγητής (высшего и среднего учебного заведения)* * *мο παιδαγωγός, ο δάσκαλος; ο καθηγητής ( высшего и среднего учебного заведения) -
3 преподаватель
преподаватель м о δάσκαλος· ο καθηγητής (среднего и высшего учебного заведения)* * *мο δάσκαλος; ο καθηγητής ( среднего и высшего учебного заведения) -
4 профессор
-
5 преподаватель
-я α.-ница, -ы θ.καθηγητής, —ήτρια•преподаватель физики καθηγητής της φυσικής.
-
6 профессорствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. είμαι καθηγητής, προφέσορας•профессорствовать в университете είμαι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.
-
7 учитель
-я α., (πλθ. учителя), -ница, -ы θ.δάσκαλος, -άλα•народный учитель δημοδιδάσκαλος•
учитель младших классов δάσκαλος δημοτικού σχολείου•
учитель музыки μουσικοδιδάσκαλος•
учитель танцев χοροδιδάσκαλος.
|| καθηγητής, -τρια•-математики καθηγητής μαθηματικών.
|| παραινέτης. -
8 лектор
ο καθηγητής, ο ομιλητής (στη διάλεξη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лектор
-
9 преподаватель
ο καθηγητής, ο διδάσκων- ница η καθηγήτρια, η διδάσκουσα-ский καθηγητικός, διδακτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преподаватель
-
10 профессор
ο προφέσορας, ο καθηγητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профессор
-
11 финансист
1. (специалист по ведению финансовых операций) о ειδικός στα θέματα χρηματοδότησης, ο οικονομικός παράγοντας, ο χρηματοδότης 2. (специалист по теории финансов) о καθηγητής-ειδικός στη διδασκαλία της θεωρίας της χρηματοδότησης, ο οικονομολόγος 3. (человек, ведущий крупные денежные операции) о χρηματοδότης, ο επιχειρηματίας/επαγγελ-ματίας που ασχολείται και πραγματοποιεί μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ο οικονομικός παράγοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансист
-
12 выдавать
выдаватьнесов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:\выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·5. (за что-л. или за кого-л.):\выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω. -
13 преподаваниетель
преподавание||тельм ὁ δάσκαλος, ὁ διδάσκαλος (начальной школы) / ὁ καθηγητής (средней школы). -
14 профессор
професс||орм ὁ καθηγητής, ὁ προ-φέσσορας/ ἡ καθηγήτρια (женщина). -
15 профессор
[πραφιέσσαρ] ουσ. α. καθηγητής -
16 профессор
[πραφιέσσαρ] ουσ α καθηγητής -
17 законоучитель
-я α.καθηγητής θρησκευτικών. -
18 классный
επ.1. της τάξης•-ая доска πίνακας της τάξης•
классный руководитель ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης.
2. της κατηγορίας, του βαθμού. || υψηλού επιπέδου•-ая игра παιγνίδι των άσσων•
классный удар ισχυρότατο σουτ.
εκφρ.классный вагон – επιβατικό βαγόνι•- ая дама – παλ. δασκάλα παρθεναγωγείου. -
19 ординарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (γραπ. λόγος)συνήθης, συνηθισμένος• καθημερινός, ταχτικός•ординарный случай συνηθισμένη περίπτωση.
2. παλ. μόνιμος (μη έκταχτος), ταχτικός•ординарный профессор μόνιμος καθηγητής.
-
20 приват-доцент
-а α. παλ.καθηγητής ιδιωτικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθηγητής — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο θηλ. καθηγήτρια αυτός που διδάσκει στις ανώτατες ή ανώτερες σχολές ή στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης: Σε κάθε γυμνάσιο οι περισσότεροι καθηγητές είναι οι φιλόλογοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταματάκος, Ιωάννης — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1898 1968). Καταγόταν από τη Λακωνία και σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Στο διάστημα 1917 1940 διατέλεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και,… … Dictionary of Greek
Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… … Dictionary of Greek
Σαρεγιάννης, Ιωάννης — Καθηγητής της φυτοπαθολογίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και συγγραφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1898 Αθήνα 1962). Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος φυτοπαθολογίας του υπουργείου Γεωργίας (1930 1956), γενικός διευθυντής του… … Dictionary of Greek
καθηγηταῖς — καθηγητής guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγηταί — καθηγητής guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητοῦ — καθηγητής guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητᾶ — καθηγητής guide masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητῇ — καθηγητής guide masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)